Μεγάβυξος

Μεγάβυξος
Μεγάβυξος, ὁ (Α)
βλ. Μεγάβυζος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεγάβυξος — Bagabukhša masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγάβυξον — μεγάβυξος Bagabukhša masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγάβυζος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πέρσης ευγενής (6ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από την οικογένεια των Αχαιμενιδών. Συμμετείχε σε συνωμοσία εναντίον του Ψευδοσμέρδιου, σφετεριστή του περσικού θρόνου, αλλά τελικά στον θρόνο ανέβηκε ο Δαρείος A’ o Υστάσπους …   Dictionary of Greek

  • μεγαβύξειος — μεγαβύξειος, εία, ον (Α) φρ. (κατά τον Ησύχ.) «μεγαβύξειοι λόγοι» μεγαλαυχίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μεγάβυξος (βλ. λ. Μεγάβυζος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”